κοινολογίᾳ

κοινολογίᾳ
κοινολογίαι , κοινολογία
consultation
fem nom/voc pl
κοινολογίᾱͅ , κοινολογία
consultation
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοινολογία — κοινολογίᾱ , κοινολογία consultation fem nom/voc/acc dual κοινολογίᾱ , κοινολογία consultation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινολογία — η (AM κοινολογία) [κοινολογώ] διάδοση στο κοινό, κοινολόγηση, κοινοποίηση μσν. (κατά τον Φώτ.) κοινή διάλεκτος αρχ. 1. κοινή σύσκεψη, συμβούλιο, κυρίως ιατρικό («ἑτέρους [ἰατροὺς] εἰσάγειν ἕνεκα τοῡ ἐκ κοινολογίης ἱστορήσαι τὰ περὶ τὸν νοσὲοντα» …   Dictionary of Greek

  • κοινολογίας — κοινολογίᾱς , κοινολογία consultation fem acc pl κοινολογίᾱς , κοινολογία consultation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινολογίαι — κοινολογία consultation fem nom/voc pl κοινολογίᾱͅ , κοινολογία consultation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινολογίαν — κοινολογίᾱν , κοινολογία consultation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινολογίαις — κοινολογία consultation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινολογίης — κοινολογία consultation fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ԽՕՍԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0996 Chronological Sequence: 6c, 10c, 12c գ. ἕντευξις, κοινολογία, οἰ λόγοι colloquium, collocutio. Խօսակիցն լինել. խօսք ընդ ումեք կամ ընդ իրեարս. զրոյցք. ... *Ի քաղաքս կաճառաւ միաբանին ʼի խօսակցութիւն բանաւոր մարդկան. Պիտ.: *Ի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”